- εφυαλωμένος
- -η, -οεπιχρισμένος με υαλώδες επίχρισμα, υαλογανωμένος, σμαλτωμένος, εμαγιέ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. εφυαλώνωδιάφορο τού εμφιαλωμένος (< εμφιαλώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εφυαλωτός — ή, ό και εφυαλωμένος, η, ο [εφυαλώνω] επιχρισμένος με υαλώδες ή σμαλτοειδές επίχρισμα, εμαγιέ … Dictionary of Greek